- γεφυρωτής
- ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ]γεφυροποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)